νωχελεύομαι
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
A to be slothful, Aq.Pr.18.9, al. ; malinger, dub. in BGU380.11 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 274] langsam, träge sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νωχελεύομαι: ἀποθ. νωχελής εἰμι, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 9, κλ.).
Greek Monolingual
νωχελεύομαι (Α) νωχελής
1. είμαι νωχελής
2. πιθ. προσποιούμαι ασθένεια.