πλάστρια

From LSJ
Revision as of 12:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάστρια Medium diacritics: πλάστρια Low diacritics: πλάστρια Capitals: ΠΛΑΣΤΡΙΑ
Transliteration A: plástria Transliteration B: plastria Transliteration C: plastria Beta Code: pla/stria

English (LSJ)

ἡ, fem. of πλάστης, of the μονάς, Theol.Ar.5 ; of φύσις, Herm. ap. Stob.1.49.69.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, fem. zu πλαστήρ, Bildnerinn, Hermes bei Stob. ecl. 1 p. 1084.

Greek (Liddell-Scott)

πλάστρια: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλάστειρα, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.

Greek Monolingual

ἡ, Α
άλλος τ. θηλ. του πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. -τρια (πρβλ. δικάσ-τρια)].