βατεύω

Revision as of 20:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

perh. A trample, damage, τὰ βεβατ[ευ]μένα BGU45.21 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 438] = βατέω; aber Eur. Suppl. 1028 ist für τάφον βατεύουσα richtig ματεύουσα emendirt.

Spanish (DGE)

destrozar en v. pas. τέλος οἰκίας βατευομέ(νης) parte de una casa medio en ruinas, PAshm.24.6 (I a.C.), τὰ βεβατ[ευ] μένα ὑπ' αὐτῶν BGU 45.21 (III d.C.).

• Etimología: v. 1 βατέω.

Greek Monolingual

βατεύω)
νεοελλ.
(για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω
αρχ.
προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ (-έω) (κατά το οχεύω) < -βατος, -βάτης < βαίνω].