βηλόθυρον
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
τό, A door-curtain, portière, Sch.Ar.Ra.969.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): οὐελόθυρον PGrenf.2.111.14 (V/VI d.C.), SB 12942.7 (VII d.C.)
velo que separa el presbiterio de la nave PGrenf.l.c., SB l.c.
•cortinón de puerta Sch.Ar.Ra.938.
Greek Monolingual
βηλόθυρον, το (Μ)
1. παραπέτασμα που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό
2. παραπέτασμα λουτρού κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βήλον + -θυρον < θύρα.