διάτρητος

From LSJ
Revision as of 00:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτρητος Medium diacritics: διάτρητος Low diacritics: διάτρητος Capitals: ΔΙΑΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: diátrētos Transliteration B: diatrētos Transliteration C: diatritos Beta Code: dia/trhtos

English (LSJ)

ον, A bored through, pierced, Gal.2.668. II cage cup, Latin: vas diatretum, diatretum, pl. cage cups, glass vessels with open-work decoration, Latin: diatreta, Mart.12.70.9.

Greek (Liddell-Scott)

διάτρητος: -ον, διατετρημένος, διατετρυπημένος, Ἰω. Δαμασκ.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): lat. plu. diatreta Mart.12.70
I 1perforado, horadado ἄγκιστρον Gal.2.668, de conchas PWash.Univ.59.9 (V d.C.), de los comillos de cierta serpiente, Sch.Nic.Th.232a.
2 cincelado, calado λίθοι e.e. formando celosías Thdt.Qu.17 in 3Re.6.9 (p.138), Qu.2 in 4Re.1.2 (p.194).
II subst., neutr. plu. vasos diatreta, vasos de cristal con decoración calada Mart.l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάτρητος, -ον) διατετραίνω
αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την έκταση, κατατρυπημένος
νεοελλ.
φρ. «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική εργασία» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς
αρχ.
1. παράθυρο με δικτυωτά κάγκελα («οἶκος... ἔχων φωταγωγοὺς δικτυοειδεῑς, ἃς διατρήτους ὀνομάζουσιν oἱ πολλοί»)
2. το ουδ. ως ουσ. το διάτρωτον (και πληθ.) διάτρητα
πολύτιμο γυάλινο αγγείο που περιβάλλεται από δικτυωτά γιάλινα νήματα.