ἀντίρρησις
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
εως, ἡ, A gainsaying, altercation, ἀ. γίγνεταί τινι πρός τινα περί τινος Plb.2.7.7; controversy, Gal.Phil.Hist.24 D.; refutation of, D.S.1.38, J.Ap.2.1, Hermog.Id.1.8, Gal.1.131; counter-statement, POxy.68.11 (ii A. D.); reply, Phld.Rh.1.384S., al., Sign.7, cf. ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίρρησις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐναντίος ἰσχυρισμός, ἀντιλογία, πρός τινα Πολύβ. 2. 7, 7· ἐναντιολογία, ἀναίρεσις, Διόδ. 1. 38.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: tb. ἀντίρησις POxy.68.11 (II d.C.)
I altercado, controversia γενομένης τινὸς ἀντιρρήσεως τοῖς στρατιώταις πρὸς τοὺς στρατηγοὺς ὑπὲρ ὀψωνίων Plb.2.7.7, ἀντιρρήσεως γινομένης Plb.28.2.4.
II 1refutación καὶ ταύτην δὲ τὴν ἀπόφασιν οὐ πολλῆς ἀντιρρήσεως δεῖσθαι συμβέβηκε D.S.1.38, τήν τε ἀντίρρησιν ἐποιησάμην πρὸς Μανεθῶνα I.Ap.2.1, καὶ παυσαμένου μὴ εὐθέως ἐπιβάλλῃ τὴν ἀντίρρησιν Plu.2.39c, cf. Ammon.Diff.44, Gal.1.131, Hermog.Id.1.8 (p.262), A.D.Synt.215.9, 265.3, Coni.214.9
•réplica πειρᾶταίτε Διονύσιος πρὸς ἃς φέρουσιν ἀντιρρήσεις οἱ παρ' ἡμῶν φιλοτεχνεῖν Phld.Sign.7.7, cf. Rh.1.384
•sentencia en contra, condena ὅτι οὐκ ἔστιν γινομένη ἀντίρρησις ἀπὸ τῶν ποιούντων τὸ πονηρὸν ταχύ LXX Ec.8.11.
2 declaración contraria en un pleito ποιοῦμαι τὴν δαίουσαν ἀντίρησιν POxy.l.c., cf. SB 5357.12 (V d.C.).
III acción para evitar que se tome algo en prenda μηδεμιᾶς ἀποδόσεως [μήτε] ἀντιρρήσεως γεναμένης Mitteis Chr.2.240.23 (II d.C.).
Russian (Dvoretsky)
ἀντίρρησις: εως ἡ
1) возражение, тж. спор (πρός τινα Polyb. и πρός τι Plut.);
2) опровержение (τῆς ἀποφάσεως Diod.).