ἐκδόχιος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ον, A receptive, κόλπος τῆς θεότητος Procl. in Ti.3.175D., cf. Theol.Plat.5.11.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: pap. e inscr. graf. ἐγδ-
1 que recibe, receptor ὁ ἐ. κόλπος τῆς ἐν τῷ Κρόνῳ γεννητικῆς δυνάμεως Procl.Theol.Plat.5.11 (p.36), 5.20 (p.76), cf. in Ti.3.175.23.
2 subst. τὸ ἐ. cisterna, aljibe ἐ. τοῦ ὕδατος IPr.208.7 (I a.C.?), cf. SB 11978.58 (II d.C.)
•estanque natural ἰχθύων θήρας ἐ. Dion.Byz.28.