γλωσσοδίφης
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Greek Monolingual
ο
αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Αλ. Χαντσερή].