ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
(-άω)γεννώ συχνά, κάνω πολλά παιδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γεννώ + -βολώ < βόλος, βολή < βάλλω (πρβλ. αστροβολώ, φεγγοβολώ].