δικτάτορας

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

και δικτάτωρ, ο (AM δικτάτωρ, -ωρος και -ορος)
νεοελλ.
1. αυτός που ασκεί συγκεντρωτικά όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες
2. όποιος διοικεί μια υπηρεσία ή έναν κλάδο με αυξημένες εξουσίες
3. εκείνος ο οποίος ενεργεί κατά την κρίση του χωρίς να ενδιαφέρεται για κανόνες ή για τη γνώμη τών άλλων
αρχ.-μσν.
άρχοντας στην αρχαία Ρώμη, ο οποίος εκλεγόταν από τους υπάτους κατόπιν προτάσεως της Γερουσίας, σε δύσκολες περιστάσεις, για ένα εξάμηνο και ασκούσε μόνος του την εκτελεστική εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ελλ. δικτάτωρ < λατ. dictator, που ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα deik- / dik- «δείχνω» όπως και το ελλ. δείκνυμι. Από τη Λατινική η λ. εισήχθη και σε νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. dictateur, ισπαν. dictator, ιταλ. dittatore)].