ετερόγαμος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτερόγαμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ανόμοιους γαμέτες
2. αυτός που γονιμοποιείται με έμμεσο τρόπο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερόγαμα
τα φυτά τών οποίων τα άνθη ανήκουν σε δύο διαφορετικά γένη
μσν.
αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ετερόγαμος < ετερο- + γάμος, ενώ το νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterogamous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -gamous (πρβλ. γάμος)].