εξάμετρος

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάμετρος, -ον)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα
2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξάμετρο
στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, κυρίως δακτυλικούς
νεοελλ.
1. φρ. «τονικό εξάμετρο» — στίχος που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους
2. αυτός που έχει πλάτος έξι μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μέτρον.