οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
εὐρύνοος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νοος (< νο-ος, νους), πρβλ. αγχί-νοος, εύ-νοος].