ευρεσιτέχνης
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που έχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης
2. ο εφευρετικός, ο επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) + τέχνη, πρβλ. ερασι-τέχνης].