Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
εὔγαμος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπο) ευτυχισμένος στον γάμο του, καλοπαντρεμένος
2. ευνοϊκός ή ευχάριστος σχετικά με τον γάμο (α. «εὔγαμος εὐνή» β. «εὔγαμον ὕδωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γάμος (< γάμος < γαμώ), πρβλ. απειρό-γαμος].