ευκοίλιος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ εὐκοίλιος, -ον)
αυτός που διευκολύνει την κένωση της κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος στις κενώσεις
2. αυτός που πάσχει από ευκοιλιότητα
3. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται εύκολα και εξέρχεται από τη φυσική οδό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. δυσ-κοίλιος].