φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
[Seite 1105] v. l. für εὔτυκος, Aesch. a. a. O.
-η, -ο (Μ εὔτυχος, -ον)
ευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τυχος (< τύχη), πρβλ. δύσ-τυχος, κακό-τυχος].