ηλιτόμηνος
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek Monolingual
ἠλιτόμηνος, -ον (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠλιτόμηνον
η πρόωρη γέννηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλιτ- του αορ. αλιτείν «διαπράττω σφάλμα εις βάρος κάποιου» (βλ. λ. αλείτης) + -μηνος (< μην «μήνας»). Το αρχικό φωνήεν εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -ο-, που στην εξέλιξη της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό φωνήεν του α' συνθετικού με το β' στα σύνθετα, εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη αντί του συνηθέστερου -ε- (πρβλ. αγχέμαχος, εχέβοιος) σε ορισμένα άπαξ λεγόμενα, όπως αμαρτο-επής, ηλιτό-μηνος, φυγο-πτόλεμος κ.ά.].