ηλεκτρισμός
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
Greek Monolingual
ο
1. μορφή ενέργειας που αναπτύσσεται με την τριβή ορισμένων σωμάτων, όπως το ήλεκτρο, και προκαλεί φαινόμενα έλξεως άλλων σωμάτων, σπινθήρες, νευρικό κλονισμό σε ζώα κ.λπ.
2. συνεκδ. κλάδος της φυσικής που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή και μελέτη των ηλεκτρικών και μαγνητικών φαινομένων
3. φρ. α) «στατικός ηλεκτρισμός» — ο ηλεκτρισμός που παράγεται με την τριβή
θ) «δυναμικός ηλεκτρισμός» — ο ηλεκτρισμός που παράγεται με χημικά ή άλλα μέσα
γ) «ατμοσφαιρικός ηλεκτρισμός» — το ηλεκτρικό φορτίο που ενυπάρχει στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electricity, γαλλ. electricite, γερμ. Elektrizitat < ήλεκτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].