ηλεκτρόδιο
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
το
1. αγωγός με τον οποίο διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα σε υγρό ηλεκτρολύτη ή σε αέριο
2. αγωγός που συνδέει το ανθρώπινο σώμα με ηλεκτρικές συσκευές για διαγνωστικό ή θεραπευτικό σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrode < electro- (πρβλ. ήλεκτρο) + -ode (πρβλ. οδός). Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτρόδιον μαρτυρείται από το 1870 στον Αντώνιο Δαμασκηνό].