νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
-ές
1. αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο
2. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο
3. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. η ηλιοφανής
αραχνίδιο της οικογένειας σαλτικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογο-φανής, οφθαλμο-φανής].