θυγατρομιξία

From LSJ
Revision as of 11:40, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγατρομιξία Medium diacritics: θυγατρομιξία Low diacritics: θυγατρομιξία Capitals: ΘΥΓΑΤΡΟΜΙΞΙΑ
Transliteration A: thygatromixía Transliteration B: thygatromixia Transliteration C: thygatromiksia Beta Code: qugatromici/a

English (LSJ)

ἡ, A incest with a daughter, POxy.237 vii 26 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ, Blutschande mit der Tochter, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θυγατρομιξία: μῖξις μετὰ θυγατρός, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θυγατρομιξία, ἡ (Α)
πάπ. αιμομιξία με θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + -μιξία (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. α-μιξία, πολυ-μιξία].