δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἰξύς, -ύος, ἡ (Α)1. η οσφύς, η μέση2. στον πληθ. αἱ ἰξύεςτο τμήμα μεταξύ τών ισχίων και της οσφύος, οι λαγόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. σε -ῡ- απαντά και σε άλλες λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος (πρβλ. οσφύς)].