Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
ἰπνοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει κλιβάνους, φούρνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαλματο-ποιός, υποδηματο-ποιός.