εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
ἱστιόκωπος, ἡ (Α)(ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό-κωπος, φιλό-κωπος].