διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
ἰχθυαῖος, -α, -ον (Μ)
όμοιος με ψάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς + επίθημα -αιος (πρβλ. πηχυ-αίος)].