ιχθυστεφής
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
ἰχθυστεφής, -ές (Α)
ιχθυοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -στεφής (< στέφος, το), πρβλ. ακανθο-στεφής, ροδο-στεφής].