κακότυχος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κακότυχος, -ον)
αυτός που έχει κακή τύχη, άτυχος, κακόμοιρος, δύστυχος
μσν.
1. αυτός που φέρνει δυστυχία, συμφορά («ὤχου καιρὸς κακότυχος», Σουμμ.)
2. κακός, πονηρός.
επίρρ...
κακότυχα (Μ κακότυχα)
με δυστυχία, άτυχα, άθλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κακοτυχής (πρβλ. και άτυχος < ατυχής)].