-η, -ο1. αυτός που θυμώνει εύκολα, ευέξαπτος, οργίλος, αψίθυμος, αράθυμος2. αυτός που επιμένει στην οργή και την εχθρότητά του, μνησίκακος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χολος (< χολή), πρβλ. πικρό-χολος].