αράθυμος
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
Greek Monolingual
-η, -ο
1. οκνηρός, νωθρός, αμελής
2. ζωηρός
3. αψύς
4. κακότροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α- (προθετ.) + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που συμβαίνει όχι μόνο πριν από συριστικά, υγρά και έρρινα, όπως στην αρχ. Ελληνική, αλλά και πριν από κάθε σύμφωνο. Τα προθεματικά φωνήεντα της Νέας Ελληνικής είναι α- και ο-. Η λ. αράθυμος με την αντίθετη σημασία, δηλ. «ζωηρός, αψύς» < α- στερ. + ράθυμος].