καρυδάτος

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καρυδᾱτος, -η, -ον)
νεοελλ.
1. αυτὸς που έχει το σχήμα ή το μέγεθος καρυδιού
2. αυτὸς που παρασκευάζεται από καρύδια («γλυκὸ καρυδάτο»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καρυδᾱτον
γλύκισμα απὸ καρύδια και ζάχαρη ή μέλι.
επίρρ...
καρυδάτα (Μ)
με θόρυβο ανάλογο με τον θόρυβο τών καρυδιὼν, όπως ηχούν τα καρύδια που σπάζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι < κατάλ. -άτος (πρβλ. ξυδ-άτος, χνουδ-άτος)].