καρδοσάντο

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

το
κοινή ονομασία του φυτού που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστό ως κνίκος η ιεράκανθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cardosanto «ιεράκανθα» (πρβλ. και καμποσάντο)].