καπρών
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A pig-sty, IG11(2).154A 41 (Delos, iii B.C.).
Greek Monolingual
καπρών, -ῶνος, ὁ (Α)
χοιροστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + κατάλ. -ών δηλωτική τόπου (πρβλ. αμπελ-ών, ελαι-ών)].