κατάκαρδος

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που βγαίνει από τα βάθη της καρδιάς, ολόψυχος
2. εγκάρδιος.
επίρρ...
κατάκαρδα
1. στο βάθος της καρδιάς («η σφαίρα τον βρήκε κατάκαρδα»)
2. φρ. α) «παίρνω κάτι κατάκαρδα» — αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία
β) «τον άγγιξες κατάκαρδα» — τον έθιξες καίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. λεοντό-καρδος, μεγαλό-καρδος].