καρύδι

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

το (AM καρύδιον, Μ καρύδιν)
ο καρπός του δένδρου καρυδιά
νεοελλ.
1. η προεξοχή που σχηματίζεται στο μέσο της τραχηλικής επιφάνειας του λάρυγγα, το μήλο του Αδάμ
2. φρ. α) «κάθε καρυδιάς καρύδι» — κάθε είδους άνθρωποι
β) «κούφια καρύδια» — ανοησίες, άσκοπα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καρύδιον < κάρυον + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. συκ-ύδιον)].