Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
κατάγριος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πολύ αγριεμένη όψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άγριος (< ἄγριος), πρβλ. ημι-άγριος, παν-άγριος].