καλόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

German (Pape)

[Seite 1312] mit schöner Sprache, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλόγλωττος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μιλά με καλά λόγια, ο γλυκομίλητος
μσν.
ο εύγλωττος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύ-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].