καταπόσια
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
τά, = A ludi Florales, Gloss.
Greek Monolingual
καταπόσια, τὰ (Α)
εορτή της θεάς τών ανθέων Χλώριδος, ανθεστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πόσια (< πίνω), πρβλ. συμ-πόσιον, φαγησι-πόσιον].