κεραύνοπλος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Spanish
Greek Monolingual
κεραύνοπλος, -ον (Α)
οπλισμένος με κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ-αυχέν-οπλος, πάν-οπλος].