κερατινοποίηση
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
η
1. (βιοχ.) η μετατροπή τών σκληροπρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος τών κυττάρων σε κερατίνη
2. φυσιολ. η εξεργασία με την οποία τα κύτταρα της επιδερμίδας και τών εξαρτημάτων του δέρματος εμποτίζονται με κερατίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. keratinization < keratin (πρβλ. κερατίνη) + iz-ation, που αποδίδεται στην ελλ. με το -ποίηση (< ποιῶ < -ποιός < ποιῶ].