καρυΐτης

From LSJ
Revision as of 10:43, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠΐτης Medium diacritics: καρυΐτης Low diacritics: καρυΐτης Capitals: ΚΑΡΥΪΤΗΣ
Transliteration A: karyḯtēs Transliteration B: karuitēs Transliteration C: karyitis Beta Code: karui/+ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A like a nut, τιθύμαλλος κ., Euphorbia Myrsinites, Dsc.4.164.

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, ein Kraut mit nußähnlichen Früchten, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καρυΐτης: ὁ, ὅμοιος πρὸς κάρυον, τιθύμαλλος, καρ., Euphorbia Myrs nites, Διοσκ. 4. 165.

Greek Monolingual

καρυΐτης, ὁ (Α)
1. αυτός που μοιάζει με καρύδι
2. φρ. «τιθύμαλλος καρυΐτης» — το φυτό ευφόρβιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. γαλακτ-ίτης, μελιτ-ίτης)].