κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
κηλοποιός, -όν (Α)αυτός που προκαλεί κήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. θεο-ποιός, νικο-ποιός.