κλιμακοστάσιο

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ο χώρος που καταλαμβάνει η κλίμακα σε μια οικοδομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. εικονο-στάσιο, ζυγο-στάσιο].