κοσμάκης

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

ο
1. το σύνολο τών απλών ανθρώπων, οι φτωχότερες κοινωνικές τάξεις
2. φρ. «κόσμος και κοσμάκης» — πλήθος ανθρώπων κάθε τάξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος + υποκορ. κατάλ. -άκης (πρβλ. πατερ-άκης). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].