κυνόγλωσσος
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
English (LSJ)
ον, A dog-tongued: hence 1 κυνόγλωσσος, ὁ, kind of fish, Epich. 44. 2 hound's tongue, Cynoglossum columnae, Nic.Fr.71:—also κυνόγλωσσον, τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.
Greek (Liddell-Scott)
κυνόγλωσσος: -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», βοτάνη τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129.
Greek Monolingual
-η, -ό (Α κυνόγλωσσος, -ον)
1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα του σκύλου
2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυνόγλωσσος
α) είδος ψαριού
β) το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. θεό-γλωσσος, κακό-γλωσσος].