λαγάζω
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω
2. σωπαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λήγω ή λαγαίω, κατά τα ρ. σε -άζω (πρβλ. είκω - εικάζω].