λεοντόκρανον
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
τό, A = Ἀμαζονικὸν ὅπλον, Com.Adesp.1365.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόκρανον: «Ἀμαζονικὸν (ἀλ-) ὅπλον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λεοντόκρανον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «Ἀμαζονικὸν ὅπλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -κρανον (< κρανον, βλ. κρανίον), πρβλ. βού-κρανον, κιονό-κρανον].