λυσσάρης

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

και λυσσιάρης, -άρα, -ικο (Μ λυσσάρης και λυσσιάρης, -άρα, -ικο)
αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος
νεοελλ.
1. αυτός που οργίζεται εύκολα
2. αυτός που επιζητεί κάτι με μανία, όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την εξόντωση τών αντιπάλων του κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -(ι)άρης (πρβλ. κατεργ-άρης, πεισματ-άρης)].