μαδωνία

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

German (Pape)

[Seite 80] ἡ, die Wasserlilie, nymphaea, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδωνία: ἡ, Βοιωτ. ὄνομα τῆς νυμφαίας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1.

Greek Monolingual

μαδωνία και μαδωνάϊς, ἡ (Α)
το φυτό νυμφαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαδῶ με υποχωρητικό σχηματισμό + επίθημα -ωνία, που εμφανίζεται σε ονομασίες φυτών (πρβλ. βρυωνία: βρύω)].