Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαζοχισμός

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

ο
1. γενετήσια διαστροφή, κατά την οποία το άτομο για να διεγερθεί σεξουαλικά πρέπει να νιώσει σωματικό πόνο και να υποστεί βίαιη μεταχείριση
2. (κατ' επέκτ.) νοσηρή τάση του ατόμου να ζητά ικανοποίηση στην οδύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. masoch-isme < Masoch, όν. Αυστριακού συγγραφέα που περιέγραψε τον παθολογικό ερωτισμό].