μαζοχισμός

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

ο
1. γενετήσια διαστροφή, κατά την οποία το άτομο για να διεγερθεί σεξουαλικά πρέπει να νιώσει σωματικό πόνο και να υποστεί βίαιη μεταχείριση
2. (κατ' επέκτ.) νοσηρή τάση του ατόμου να ζητά ικανοποίηση στην οδύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. masoch-isme < Masoch, όν. Αυστριακού συγγραφέα που περιέγραψε τον παθολογικό ερωτισμό].